
Στο αστυνομικό τμήμα ο Fish υποτάχθηκε στη μοίρα του και ομολόγησε ότι παραδόθηκε στη «δίψα του για αίμα» το καλοκαίρι του 1928. Εξήγησε ότι το αρχικό του θύμα ήταν
ο Edward Budd, στην αγγελία του οποίου απάντησε. Εντούτοις, όταν πήγε στο σπίτι τωνBudd, διαπίστωσε ότι ο γεροδεμένος νεαρός δεν θα ήταν εύκολο θύμα και αποφάσισε ότι η μικρή Grace ήταν πιο κατάλληλη. Χωρίς πίεση ομολόγησε την απαγωγή και τη διαμετακόμιση της Grace στο Wisteria Cottage, το εξοχικό του που βρισκόταν στην περιοχή Worthington Woods, στην κομητεία Westchester.
Η μέρα της απαγωγής παρέμενε ολοζώντανη στη μνήμη του, μετά από έξι χρόνια, ίσως γιατί την είχε ξαναζήσει στο μυαλό του πολλές φορές. Είχε αγοράσει δύο σιδηροδρομικά εισιτήρια, ένα με επιστροφή για τον εαυτό του και ένα απλής μετάβασης για τη Grace. Θυμόταν επίσης πως, όταν άλλαξαν τραίνα, ξέχασε ένα δέμα στο κάθισμά του, και το ευγενικό κοριτσάκι πήγε και του το έφερε. Το δέμα περιείχε τα εργαλεία του θανάτου: ένα μπαλτά, ένα πριόνι και ένα χασαπομάχαιρο. Η Grace του τα έδωσε χαρούμενη χωρίς να ξέρει ότι σε λίγες ώρες θα της πετσόκοβαν το κορμάκι. Μετά την άφιξή τους στο Wisteria Cottage, o Fish πρώτα στραγγάλισε το παιδί, το αποκεφάλισε και διαμέλισε το σώμα του, έκοψε τον κορμό στη μέση και στη συνέχεια το έκοψε σε μικρότερα κομμάτια τα οποία και έτρωγε για τις επόμενες εννέα ημέρες. Οι αστυνομικοί είπαν αργότερα ότι ο Fish γελούσε περιγράφοντας πως αποστράγγιξε το αίμα της μικρής και το ήπιε.
Στη συνέχεια, οι έντρομοι ντετέκτιβς, ταξίδεψαν μέχρι το Wisteria Cottage για να περισυλλέξουν τα οστά της Grace Budd, που ήταν θαμμένα πλάι σ’ έναν πέτρινο τοίχο, πίσω από το σπίτι. Ο ντετέκτιβ King είχε, επιτέλους, το δολοφόνο, αλλά ο Fish δεν μπορούσε να σταματήσει τις «εξομολογήσεις». Περιέγραψε και άλλους φόνους που είχε διαπράξει από το 1910 μέχρι και το 1934. Πολλά από αυτά που είπε ήταν αποκυήματα της φαντασίας του, αλλά υπήρξαν και αρκετά που έπεισαν τους αστυνομικούς ότι είχε διαπράξει φόνο και στο παρελθόν. Οι ντετέκτιβς έμειναν αποσβολωμένοι όταν διαπίστωσαν ότι ο Fish είχε συλληφθεί έξι φορές στην περιοχή της Νέας Υόρκης, μετά την εξαφάνιση της Grace Budd, για μικροκλοπές, αλητεία, αποστολή χυδαίων επιστολών κ.λ.π. Τρεις από τις συλλήψεις έγιναν μέσα στους τρεις πρώτους μήνες από την απαγωγή της Grace, αλλά κάθε φορά οι κατηγορίες εναντίον του αποσύρονταν. Τον άφηναν ελεύθερο μετά από σύντομη φυλάκιση ή την επιβολή κάποιου προστίμου. Κανείς δεν υποψιάστηκε ποτέ ότι αυτός ο άντρας ήταν ένας διεστραμμένος δολοφόνος.
Ένας από τους λίγους ανθρώπους που δεν εξεπλάγη με τη σύλληψη του Fish ήταν ο γιος του, Albert Fish Jr. «Αυτή η γριά νυφίτσα», είπε σε μια συνέντευξη σε εφημερίδα, «ήμουν σίγουρος πως θα συλλαμβάνονταν για κάτι τέτοιο». Συνέχισε λέγοντας πως ο πατέρας του αρέσκονταν στο ωμό κρέας και πως μια μέρα, επιστρέφοντας σπίτι, τον βρήκε ολόγυμνο να χτυπάει τον εαυτό του με μια σανίδα η οποία ήταν γεμάτη μυτερά καρφιά. Λίγο καιρό μετά από αυτό τον έδιωξε από το σπίτι. Έκλεισε τη συνέντευξη αηδιασμένος: «Ποτέ δεν ήθελα να έχω καμία σχέση μαζί του και δεν προτίθεμαι να σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για να τον βοηθήσω».Ο Fish εξετάστηκε από διάφορες ομάδες γιατρών και απολάμβανε τη σημασία που του έδιναν. Περιέγραψε τα φετίχ και τις διαστροφές του στους κατάπληκτους ψυχιάτρους, τους είπε ότι είχε εισάγει βελόνες στο όσχεό του (ακτινογραφία έδειξε 29 σκουριασμένες βελόνες στο σώμα του) και ότι του άρεσε να βάζει στον πρωκτό του μαλλί, το οποίο είχε προηγούμενος μουσκέψει σε βενζίνη, και να του βάζει φωτιά. Ένας από τους ψυχιάτρους, ο δρ. Frederick Wertham, ήρθε αρκετά κοντά με τον Fish, πριν και μετά τη δίκη του.
Αργότερα έγραψε ότι ο Fish «έμοιαζε με ένα πράο και άκακο γεροντάκι, αξιαγάπητο και καλόβολο, φιλικό και ευγενικό. Εάν έψαχνες κάποιον να του εμπιστευθείς τα παιδιά σου, θα διάλεγες αυτόν». Στη συνέχεια όμως περιέγραψε τον Fish ως το πιο σύνθετο παράδειγμα «πολύμορφου διεστραμμένου» που είχε ποτέ συναντήσει, ένα άτομο που είχε εντρυφήσει σε όλες τις διαστροφές και ανωμαλίες τις γνωστές στον άνθρωπο, από τη σοδομία και το σαδισμό μέχρι την κοπροφαγία και τον αυτοακρωτηριασμό. Ο Fish εξομολογήθηκε στον Werthan ότι, επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, μετά το φόνο της Grace, κουβαλούσε μαζί του, σε ένα μικρό δεματάκι, τη μύτη και τα αυτιά της και σε όλο το ταξίδι ένοιωθε ρίγη ευχαρίστησης στη σκέψη του πακέτου που αναπαυόταν στα πόδια του.
Αργότερα έγραψε ότι ο Fish «έμοιαζε με ένα πράο και άκακο γεροντάκι, αξιαγάπητο και καλόβολο, φιλικό και ευγενικό. Εάν έψαχνες κάποιον να του εμπιστευθείς τα παιδιά σου, θα διάλεγες αυτόν». Στη συνέχεια όμως περιέγραψε τον Fish ως το πιο σύνθετο παράδειγμα «πολύμορφου διεστραμμένου» που είχε ποτέ συναντήσει, ένα άτομο που είχε εντρυφήσει σε όλες τις διαστροφές και ανωμαλίες τις γνωστές στον άνθρωπο, από τη σοδομία και το σαδισμό μέχρι την κοπροφαγία και τον αυτοακρωτηριασμό. Ο Fish εξομολογήθηκε στον Werthan ότι, επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, μετά το φόνο της Grace, κουβαλούσε μαζί του, σε ένα μικρό δεματάκι, τη μύτη και τα αυτιά της και σε όλο το ταξίδι ένοιωθε ρίγη ευχαρίστησης στη σκέψη του πακέτου που αναπαυόταν στα πόδια του.Όπως και οι άλλοι γιατροί, ο Wertham έκρινε τον Fish παράφρονα. Είπε ότι επρόκειτο για έναν σαδιστή απίστευτης σκληρότητας, ομοφυλόφιλο και παιδόφιλο με ροπή προς τα μικρά παιδιά. Σαν αυτοαπασχολούμενος μπογιατζής ο Fish ενέδρευε σε υπόγεια και ισόγεια κτηρίων για πάνω από 50 χρόνια, και παραμόνευε αθώα παιδιά που αποτελούσαν τη λεία του. Ο Wertham δεν μπορούσε να μαντέψει πόσα ήταν τα θύματά του, αλλά, από αυτά που ήξερε, υπέθετε ότι ο Fish είχε βιάσει πάνω από 100 παιδιά. Ο δικηγόρος τουFish, James Dempsey, είπε στους ενόρκους κατά τη διάρκεια της δίκης ότι είχαν να κάνουν με μια τραγική περίπτωση πνευματικής διαταραχής και ανέφερε ως απόδειξη τις βελόνες στο σώμα του Fish και τον αυτοτραυματισμό του με τα ξύλα με τα καρφιά. «Δεν χρειάζεται να αποδείξουμε ότι είναι παράφρων», είπε ο Dempsey στους ενόρκους.«Μάλλον η πολιτική αγωγή πρέπει να αποδείξει ότι έχει σώας τας φρένας». Ο Dempseyείχε μόνο μία ερώτηση για τον επικεφαλής της ομάδας των ψυχιάτρων από μεριάς υπεράσπισης, τον δρ Wertham, αλλά η ανάγνωση της ερώτησης αυτής αναφορικά με την πνευματική υγεία του Fish διήρκεσε μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά: αποτελούνταν από 15.000 λέξεις σε 45 δακτυλογραφημένες σελίδες. Ο Wertham χρησιμοποίησε μόνο δυο λέξεις για να την απαντήσει: «Είναι παράφρων».
Αυτό το εντυπωσιακό κόλπο, όμως, δεν στάθηκε ικανό να πείσει τους ενόρκους οι οποίοι, ακόμα και αν πίστευαν ότι ο Fish ήταν τρελός ήθελαν να τον δουν να τιμωρείται παραδειγματικά. Κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε να πεθάνει στην ηλεκτρική καρέκλα. ΟFish είχε μόνο ένα σχόλιο να κάνει γι αυτή την ετυμηγορία: «Ο θάνατος στην ηλεκτρική καρέκλα θα είναι η υπέρτατη ηδονή της ζωής μου».Οδηγήθηκε στις φυλακές του Sing Sing το 1935, κρατώντας μια βίβλο και δεμένος με χειροπέδες με έναν άλλο δολοφόνο, κάποιονStone, του οποίου επίσης οι πρόγονοι είχαν πολεμήσει στην αμερικανική επανάσταση.Δωδεκάδες εφέσεις του Fish απορρίφθηκαν και προγραμματίστηκε η εκτέλεσή του για τις 16 Ιανουαρίου του 1936. καθώς η μέρα της εκτέλεσης πλησίαζε ο Fish είπε στους δημοσιογράφους ότι αυτή ήταν η μόνη συγκίνηση που δεν είχε νοιώσει στη ζωή του. Στις 16 Ιανουαρίου έφαγε το τελευταίο γεύμα (μια μπριζόλα) και μπήκε στο δωμάτιο εκτελέσεων χωρίς βοήθεια. Προχώρησε και κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα και βοήθησε τους φρουρούς να στερεώσουν τα ηλεκτρόδια στα πόδια του. Οι δημοσιογράφοι και οι μάρτυρες που παρευρίσκονταν έμειναν άναυδοι με αυτή την αντίδραση. Με το ζόρι συγκρατούσε τη χαρά του που θα είχε βίαιο θάνατο! Όταν τον διαπέρασε το ηλεκτρικό ρεύμα το κορμί του συσπάστηκε. Δευτερόλεπτα αργότερα ο γιατρός υπηρεσίας ανήγγειλε πως ο Albert Fish, ο γηραιότερος άνθρωπος που εκτελέστηκε στο Sing Sing, ήταν νεκρός.

Ενώ το σώμα του Fish μεταφερόταν στην αίθουσα νεκροψίας, ο δικηγόρος του συναντήθηκε με τους δημοσιογράφους. Στα χέρια του κρατούσε την τελική κατάθεση τουFish, αρκετές χειρόγραφες σελίδες, που είχε γράψει τις μέρες και τις ώρες που προηγήθηκαν του θανάτου του. Μέχρι σήμερα το περιεχόμενο αυτών των σελίδων δεν έχει γίνει γνωστό. «Δεν θα το δείξω ποτέ σε κανέναν», είπε ο Dempsey. «Είναι η πιο αρρωστημένη καταγραφή διαστροφών που έχω διαβάσει».
Της Νίνας Κουλετάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου